Μια ιστορία από τα παλιά ...

Ήταν θυμάμαι ένα καλοκαιρινό απόγευμα, τότε που ο παππούς μου - στρατηγό τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι ερασιτέχνες ψαράδες φίλοι του, λόγω της στρατιωτικής του ιδιότητας - στη βεράντα της θερινής κατοικίας μας στον Ωρωπό καθόταν ρουφώντας νωχελικά το μέτριο καφεδάκι του και φτιάχνοντας -; αλήθεια με τι μαεστρία -; τα πολυάγκιστρά του.
Δίπλα του εγώ, το αδύνατο, μικροσκοπικό και πολύ αγαπημένο του οκτάχρονο εγγονάκι, να τον κοιτάω με περίσσιο θαυμασμό και σεβασμό.
Ρουφούσα κάθε του επιδέξια κίνηση σε κόμπους ψαρευτικούς, φωτογράφιζα στο μυαλό μου  τα δεσίματα των αγκιστριών του, το γέμισμα των παλαιών αλλά ανθεκτικών του μηχανισμών με πετονιά σαραντάρα, τα παράμαλλά του, ακούγοντας συνάμα την αφήγηση των ψαρευτικών του κατορθωμάτων.
Μόλις τελείωνε τη προετοιμασία, θυμάμαι με έπαιρνε αγκαλιά και μου έλεγε : «Δημήτρη, μία μέρα όλα αυτά θα γίνουν δικά σου ...; ...; ...; ...; ...;.., ελπίζω να ζω για να σε καμαρώνω» και μου έδινε το γλυκό φιλί του παππού.
Εγώ, γεμάτος καμάρι του ανταπέδιδα την αγκαλιά και ανυπόμονα τον ρωτούσα, πότε θα με πάρει μαζί του για ψάρεμα.
Έτσι και έγινε, γυμνασιόπαιδο το χειμώνα και το καλοκαίρι το ψαρευτικό ταίρι του παππού μου και μάλιστα και με δικό μου καλάμι από μπαμπού για τα πρώτα μου σπαράκια.
Αλήθεια, τι καμάρι όταν η μικρή μου σαλαγκιά αιχμαλώτιζε τα μικρόψαρα που στη δική μου παιδική φαντασία έμοιαζαν με  τα ψάρια -; θεριά που αφηγείτο ο Ιούλιος Βερν  στις περιπέτειες του πλοιάρχου Νέμο.
Ο πρώτος μου κέφαλος με πολυάγκιστρο ψωμί ήρθε λίγο αργότερα, γεμίζοντας με λάμψη το πρόσωπο του παππού μου, αφού πλέον βαρύς από τα γεράματα μείωνε διαρκώς τον ψαρευτικό του χρόνο μέχρι που σήμανε η αντικατάστασή του από εμένα.
«Είδες, μου είπε μία μέρα γυρίζοντας εγώ από το πρωινό ψάρεμα, έχοντας γεμίσει τη ψαροσακούλα μου με κεφάλους και ένα λαυράκι του κιλού, πως θα γίνεις καλός ψαράς, καλύτερος και από εμένα ...; ...;.».
«Όχι παππού, εσένα κανείς ποτέ δεν θα σε ξεπεράσει» και ήταν αλήθεια, γιατί εκείνη την εποχή -; καλές εποχές τότε -; η δύκιλες  οι τσιπούρες και τα γοφάρια με τα κοφτερά δόντια τους πιασμένα με συρμάτινο παράμαλλο ήταν κάτι το συνηθισμένο για το ψυγείο του σπιτιού μας.
Μία φορά τον ρώτησα για το δάχτυλο του χεριού του που είχε μία κύστη, «από δράκαινα Δημήτρη» μου απάντησε, «να προσέχεις πάντα, το ψάρεμα δεν είναι παιχνίδι, εγκυμονεί και κινδύνους».
Έτσι, πέρασαν και τα χρόνια και έμεινα εγώ στο πόστο του παππού μου ενώ αυτός να με καμαρώνει κάπου από ψηλά ...;.
Αλήθεια, αναπολώντας τα παλιά, νοσταλγώντας τη χαμένη ψαρευτική μας αθωότητα, ένα και μόνο συμπέρασμα βγαίνει, πως η σημερινή τεχνογνωσία, η βελτίωση των υλικοτεχνικών δομών του ψαρέματος, οι νέες τεχνικές που ήρθαν να αντικαταστήσουν το σκουριασμένο και ακονισμένο με τη παλιά λίμα πολυάγκιστρο του παππού, είναι ίσως και υπεύθυνη για τις καλύτερες ψαροσύνες μας αλλά υπεύθυνη και για το χαμένο παιχνίδι.
Έμαθα, από τον παππού μου, όπως και από παλιούς ψαράδες πως το ψάρεμα, η θάλασσα, η αγάπη για τη φύση είναι διέξοδος και καταφύγιο του ανθρώπου και δη του σύγχρονου ανθρώπου, από τα καθημερινά προβλήματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, είναι επαφή με τη φύση, ανάσα ζωής.
Τότε, δεν υπήρχε εγγλέζικο, pop up, sock leader, οδηγοί fugi καλαμιών, τόσα ψαροπεριοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες διαδικτύου που μιλούν και αναλύουν το ψάρεμα, δεν υπήρχαν σύλλογοι και ομοσπονδίες με χορηγούς και εμπόρους αλιευτικών ειδών.
Υπήρχε μόνο τρέλα, το πάθος για να βρεθείς δύο ωρίτσες δίπλα στη γαλάζια αγαπημένη σου και μόνο αυτό.
Τη λαχτάρα παλιά που ένοιωθε κάποιος φτιάχνοντας τα φτωχά και απέριττα εργαλεία ψαρικής του πριν την εξόρμηση, την αντικατέστησε σήμερα το άγχος, η αγωνία και το στρες που συνδυάζεται με εκατοντάδες ευρώ στην αναζήτηση των καλύτερων εργαλείων, δολωμάτων, τεχνικών και ψαρότοπων.
Χιλιάδες χιλιόμετρα διανύουν σήμερα τα ψαρευτικά μας αυτοκίνητα (Jeep με απαραίτητα μεγάλους χώρους για να βολεύονται τα τρίσπαστα και δίσπαστα καλάμια μας) στην αναζήτηση των μεγάλων και χαμένων ψαριών.
Άραγε τι φταίει, η έλλειψη ψαριών ή οι απαιτήσεις μας μεγάλωσαν λόγω της αύξησης του ξενόφερτου ψαράδικου μιμιτισμού και ανταγωνισμού ?
Γιατί το παιχνίδι κάπου χάνεται ανάμεσα στην εμπορευματοποίηση της ερασιτεχνικής αλιείας και τη σύγκρουση συμφερόντων εταιρειών αναλώσιμων ειδών.
Γιατί το παιχνίδι κάπου χάνεται ανάμεσα στην παράνομη αλιεία και στην υπεραλίευση.
Γιατί το παιχνίδι κάπου χάνεται ανάμεσα στην καταναλωτική μας μανία και τη δίψα μας για ψάρια, πολλά ψάρια, ακόμη περισσότερα ψάρια ...;.
Ξεχάσαμε το παππού μας, ο οποίος με μια πετονιά τυλιγμένη σε φελλό ψάρευε κάτω από τον καυτό ήλιο, φορώντας το μεγάλο κυκλικό ψαράδικο καπέλο του με δόλωμα γαριδούλα σε μικρά κομμάτια.
Ξεχάσαμε το παππού μας, ο οποίος λιμάριζε τα σκουριασμένα του αγκίστρια για να τα χρησιμοποιήσει και στο επόμενο ψάρεμά του.
Ξεχάσαμε το παππού μας, ο οποίος με το εγγόνι του πλάι κοντά σε μώλο ή σε παραλία χαιρόταν τη ζωή και έδινε μαθήματα ζωής σε εμένα, σε όλους μας.
Βέβαια, ο εκσυγχρονισμός στο ψάρεμα είναι χρήσιμος, τώρα μάλιστα που οι εποχές είναι δύσκολες και τα ψάρια λίγα, όμως νοιώθω πως έχει χαθεί το μέτρο.
Ψαρευτικές εκστρατείες με δεκάδες διαφορετικά πανάκριβα δολώματα, με πανάκριβα καλάμια και αναλώσιμα που όλοι μας τα χαζεύουμε και τα ζηλεύουμε στις βιτρίνες των καταστημάτων αλιευτικών ειδών, με εκατοντάδες χιλιόμετρα στις ρόδες των αυτοκινήτων μας για να πιάσουμε μερικά εναπομείναντα ψαράκια από τις τράτες και τα γρι-γρι που οργώνουν και καταστρέφουν με το πέρασμά τους.
Θυμάμαι το παππού μου με το άφιλτρο στο στόμα του και τη πετονιά στο ένα του χέρι του να φέρνει τα θηρία έξω δίχως τηλεσκοπικές απόχες και γάντζους ανοξείδωτους, έτσι απλά με μέτρο, με καρτερικότητα και καλή καρδιά.
Θυμάμαι, που τελείωνε πρόωρα το ψάρεμά του αφού είχε συμπληρώσει το μεσημεριανό μας γεύμα με φρέσκο ψαράκι, δίχως να κάθεται με τις ώρες για να αδειάζει τη θάλασσα.
Τότε υπήρχε μέτρο, τώρα ...; ...; ...; ...;.?
Τώρα ο εγγονός του, δηλαδή, εγώ και όλοι μας έχουμε γίνει καλύτεροι ψαράδες, έτσι πιστεύουμε δηλαδή, επειδή έχουμε πιάσει ψάρια, πολλά ψάρια με νέες τεχνικές και μεθόδους, μόνο που χάσαμε το μέτρο.
Χάσαμε την παλιά μας αθωότητα, αυτήν που συνδύαζε το χόμπυ με τη παρέα, με μια γλυκιά κουβέντα, ένα φιλί, ένα χάδι.
Αυτήν που συνδύαζε την επαφή του παππού με τον εγγονό, το ταξίδι, το όνειρο.
Και πράγματι ήταν ένα ταξίδι, με αφετηρία τη χαρά, τη γαλήνη και την ηρεμία που σου προσφέρει το ρίξιμο του αγκιστριού στο νερό και με προορισμό τα πειράγματα μεταξύ των συγγενών για το αποτέλεσμα της ψαροσύνης και το στρώσιμο του τραπεζιού με την παραδοσιακή κακκαβιά.
Δίχως πολλά έξοδα, άγχος, ταλαιπωρία, μετακινήσεις και αστείους κομπασμούς και αντιπαραθέσεις  σε παγερές ψαράδικες ιστοσελίδες.
Το παιχνίδι κάπου χάθηκε και ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι, εμείς που ξεχάσαμε τα λόγια των παππούδων μας για μέτρο και για το ότι το ψάρεμα δεν είναι παιχνίδι, θέλει προσοχή γιατί εγκυμονεί κινδύνους, κινδύνους διαφορετικούς από το αγκάθι μίας δράκαινας.
Ο δισέγγονός του και γιος μου πέρσι έπιασε το πρώτο του ψαράκι, με μία πετονίτσα σε δολωμένο αγκίστρι από εμένα, μιας και είναι αρκετά μικρός για να δολώνει από τώρα μόνος του.
Να είσαι σίγουρος παππού, πως ότι έμαθα από εσένα θα του το μεταδώσω με την ίδια αγάπη και τη δική σου σοφία για το ψάρεμα και τη ζωή.
Όπως βλέπεις ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ...; ...; ...; ...;. Για να αντικατασταθώ και εγώ μία ημέρα, έχοντας παιδεύσει το «μικρό δισέγγονό σου» με τη δική σου ψαρευτική παιδεία, σοφία και αγάπη.


ΠΗΓΗ paraktio-psarema

Σχόλια