Για λυθρίνια και σκαθάρια με καθετή

Η παράκτια καθετή είναι μία τεχνική ψαρέματος που μπορεί να εξασκηθεί με επιτυχία με όλα σχεδόν τα σκάφη που τυχόν διαθέτουν οι φίλοι της θάλασσας. Είναι ένα τυπικό ψάρεμα των ζεστών εποχών και συγκεκριμένα αποδίδει τα μέγιστα την άνοιξη και το φθινόπωρο, οπότε θα μπορέσουμε να βρούμε διάφορα αξιόλογα είδη.

Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε τη συζήτηση αναφορικά με δύο σπαριδή που τα εκτιμούν πολύ οι ερασιτέχνες ψαράδες, τα σκαθάρια και τα λυθρίνια. Η βασική αρχή σε αυτό το ψάρεμα είναι να ρίξουμε στο βυθό μια αρματωσιά με περισσότερα από ένα αγκίστρια, δολωμένα με κατάλληλα δολώματα, και να περιμένουμε την επίθεση του ψαριού. Φαινομενικά, τίποτα το υπερβολικά περίπλοκο. Όμως, όπως ξέρουμε καλά, σε κάθε τεχνική χρειάζεται να κάνουμε κάποιες καίριες επιλογές και να εφαρμόσουμε κάποια μικρά κόλπα που μπορεί να καθορίσουν το αποτέλεσμα μιας εξόρμησης. Και η καθετή δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.

Σε ποιους τόπους;
Συνήθως οι λιγότερο έμπειροι ψαράδες της καθετής ψαρεύουν λίγο στην τύχη, δοκιμάζοντας χωρίς μία συγκεκριμένη ιδέα για τα θηράματα που θέλουν να πιάσουν και τα δολώματα που αρέσουν περισσότερο σε αυτά. Αυτή είναι μία λανθασμένη συμπεριφορά και δύσκολα θα φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όπως και για τις άλλες τεχνικές ψαρέματος, το βάθος, το είδος του βυθού, η ώρα της ημέρας και οι μετεωρολογικές συνθήκες είναι ζωτικής σημασίας για να επιστρέψουμε στο σπίτι με μερικά ψάρια. 
σκαθάρι

Αλλά, σε αντίθεση με όποιον ψαρεύει από την ακτή, που μπορεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του τόπου όπου ψαρεύει μόνο από μία εξωτερική οπτική έρευνα βασισμένη στην εμπειρία, αυτός που ψαρεύει με καθετή έχει δύο πολύ αξιόπιστους «βοηθούς»: το βυθόμετρο και το ναυτικό χάρτη. Αυτά τα αναντικατάστατα εργαλεία είναι η βάση αυτού του τρόπου ψαρέματος, και μάλιστα μία εξόρμηση ψαρέματος με καθετή μελετάται πρώτα πάνω στο τραπέζι. Εκεί θα εξετάσουμε με προσοχή το ναυτικό χάρτη της θαλάσσιας περιοχής που μας ενδιαφέρει, προσπαθώντας να εντοπίσουμε, με βάση την εποχή και τα θηράματα που θέλουμε να πιάσουμε, τα καλύτερα σημεία. Επόμενο βήμα είναι να σχεδιάσουμε μία πιθανή διαδρομή ανάμεσα στα σημεία που έχουμε εντοπίσει, ώστε να τα φτάσουμε εύκολα, αν οι αρχικές απόπειρες αποδειχτούν μη παραγωγικές. Αφού μελετήσουμε τη στρατηγική, μπορούμε να πάμε στη θάλασσα με πολύ συγκεκριμένους στόχους, κατάλληλα προετοιμασμένοι για τα θηράματα και τα βάθη που θα αντιμετωπίσουμε.
Με δεδομένο ότι ο εντοπισμός του καλύτερου σημείου και των ψαριών που το κατοικούν είναι στοιχεία στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, θα προσπαθήσουμε σε αυτό το άρθρο να χαράξουμε σε γενικές γραμμές κάποιες αντιστοιχίες ανάμεσα στη μορφολογία του βυθού και τα υπάρχοντα θηράματα (βλέπε σχετικό ένθετο), αφήνοντας στην άκρη προς το παρόν την εξειδικευμένη εξέταση κάθε διαφορετικού θαλάσσιου περιβάλλοντος.
λυθρίνι

Το βυθόμετρο είναι ένα όργανο που μας δίνει κάποιες πληροφορίες για την ταχύτητα του σκάφους, το βάθος και τη θερμοκρασία του νερού, εκτός του ότι μας παρέχει μία γενική αναπαράσταση του προφίλ του βυθού. Επίσης μας δείχνει αν υπάρχουν κοπάδια ψαριών ή ακόμη και ένα μεμονωμένο αρκετά μεγάλο ψάρι. Ανάλογα με την ανάλυση του οργάνου, αυτές οι πληροφορίες μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ακριβείς, αλλά πάντως παραμένουν αρκετά ενδεικτικές για τους σκοπούς αυτού που ψαρεύει με καθετή. Άρα, μόλις εντοπίσουμε ένα καλό σημείο, μπορούμε να καταγράψουμε τα σημάδια ή τις συντεταγμένες του, αν είναι πολύ μακριά από την ακτή, και με τη βοήθεια του βυθόμετρου να βρούμε με ακρίβεια την κορυφή της ξέρας ή την κατακρήμνιση του βυθού. Χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα προετοιμασίας της ψαρευτικής εξόρμησης, έχουμε πραγματικά πολύ καλές πιθανότητες για εξαιρετικές ψαριές και, κυρίως, με τα θηράματα που θέλουμε να πιάσουμε. Επί του παρόντος, σκαθάρια και λυθρίνια...

Το σκαθάρι 
Είναι ένα σπαριδές (Spondyliosoma cantharus) που ζει σε μεγάλα κοπάδια κατά μήκος των βραχωδών ακτών και σε βυθούς με λιβάδια από ποσειδωνία. Τα μεγαλύτερα αρσενικά προτιμούν τους βαθύτερους αμμώδεις βυθούς μέχρι τα 150 μ. Πρόκειται για ερμαφρόδιτο είδος (γεννιέται θηλυκό και μετά περνάει στην αρσενική του φάση) κοινό στη Μεσόγειο, το οποίο αναπαράγεται μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου, οπότε είναι και η καλύτερη περίοδος για το ψάρεμά του. Παρόλα αυτά είναι ένα ψάρι που λόγω της εξάπλωσής του είναι αρκετά απλό να το ψαρέψουμε και άλλες εποχές με καθετή, ειδικά σε απομονωμένες ξέρες σε μεσαία βάθη αλλά και σε ναυάγια και κατηφοριές, γενικά ανάμεσα στα 20 και τα 100 μέτρα βάθους. 
σκαθαρι

Αφού εντοπίσουμε με τα όργανα του σκάφους τη θέση της ξέρας ή του ναυαγίου, πρέπει να αγκυροβολήσουμε σωστά, υπολογίζοντας την κατεύθυνση του ανέμου και του ρεύματος, ώστε το σκάφος να τοποθετηθεί πάνω από το σημείο που μας ενδιαφέρει. Στη συνέχεια αρχίζουμε να μαλαγρώνουμε, με σαρδέλες ολόκληρες και σε κομμάτια, ή λιώνοντάς τες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα «σύννεφο» που θα προσελκύσει τα σπαριδή.
Γενικά, χρησιμοποιούμε καλάμια γύρω στα 2,5-3 μέτρα, με καλή ευαισθησία αλλά συγχρόνως και καλή δράση κορυφής για να αντιμετωπίσουμε τα φευγιά του ψαριού. Κάποιοι προτιμούν γι’ αυτό το ψάρεμα καλάμια με ανταλλακτική κορυφή. Χρησιμοποιούμε συνήθως μολύβια 100 γραμμαρίων σε βυθούς από 40 έως 80 μέτρα, αν και το βάρος ρυθμίζεται σωστά πάντα σε σχέση με τον άνεμο και κυρίως με το ρεύμα: όσο δυνατότερο είναι αυτό το τελευταίο τόσο μεγαλύτερο θα είναι το μολύβι που θα χρησιμοποιήσουμε. Όσον αφορά την αρματωσιά, κάποιοι προτιμούν τη μονή δόλωση, άλλοι ένα σύστημα με περισσότερα παράμαλλα, με μήκος από 30 έως 50 εκατοστά πετονιάς, με διάμετρο από 0,20 ως 0,35 χιλιοστά ανάλογα με το μέγεθος των ψαριών και την ένταση του ρεύματος. Αν δεν υπάρχει καθόλου ρεύμα μπορούμε κάλλιστα να ψαρέψουμε με πετονιές 0,40 χιλιοστών, αλλά, όταν υπάρχει μέτριο ρεύμα, είναι απαραίτητο να κατέβουμε σε διάμετρο μέχρι τα 0,30.
Τα αγκίστρια Νο 2 είναι ιδανικά για να φτιάξουμε ογκώδεις δολώσεις. Ένα κόλπο που χρησιμοποιούν πολλοί ψαράδες είναι να προστατεύουν τη δόλωση τυλίγοντάς την με ειδικό ελαστικό νήμα, αφού το σκαθάρι καταφέρνει σε πολύ λίγα λεπτά να καθαρίσει εντελώς τα αγκίστρια. Αυτό συμβαίνει κυρίως αν ψαρεύουμε σε μεγάλα βάθη όπου δεν αντιλαμβανόμαστε καλά το άγγιγμα του ψαριού ή όταν υπάρχουν μικρόψαρα.
Το σκαθάρι είναι ένα ψάρι που του αρέσει να σηκώνεται απ’ το βυθό και, αφού μαλαγρώσουμε, τυχαίνει να έχουμε τόπους κυνηγιού όχι μόνο στο βυθό αλλά και στα μεσόνερα και κοντά στην επιφάνεια. Το είδος του δολώματος ποικίλλει (καλαμάρια, γόνος καλαμαριού κ.ά.), παρόλα αυτά οι φρέσκες σαρδέλες πλεονεκτούν, προσελκύοντας πολύ περισσότερα ψάρια, αν και η σάρκα τους διαλύεται σχετικά εύκολα και έτσι ο ψαράς είναι αναγκασμένος να ελέγχει και να αντικαθιστά το δόλωμα πολύ πιο συχνά.

λυθρίνι με καθετή

Μόλις ρίξουμε και ακουμπήσουμε το βυθό, γυρνάμε μια δυο φορές τη μανιβέλα για να φέρουμε το δόλωμα σε εμφανές σημείο. Γενικά όταν μαλαγρώνουμε, οι τόποι κυνηγιού σχηματίζονται αμέσως και πρέπει να προσέχουμε ώστε να καρφώσουμε μόλις αντιληφθούμε ότι το ψάρι τρώει το δόλωμα. Το σκαθάρι αντίθετα με άλλα ψάρια σπάνια καρφώνεται μόνο του. Αν αφήσουμε το καλάμι στην καλαμοθήκη ή δεν καρφώσουμε νωρίς, είναι πολύ εύκολο να μαζέψουμε το παράμαλλο εντελώς καθαρισμένο. Μόλις αγκιστρωθεί, το μεγάλο σκαθάρι είναι ένα μαχητικό ψάρι που έχει συμπεριφορά παρόμοια με άλλων σπαριδών, με συχνά κεφάλια και φευγιά μέχρι την επιφάνεια. Μια ανοιξιάτικη μέρα, ή στο τέλος του καλοκαιριού, σε μια ωραία ξέρα και με ευνοϊκές μετεωρολογικές συνθήκες (γενικά, είναι προτιμότερο ένα ελαφρύ αεράκι ή κάποιο ρευματάκι από μια εντελώς ήρεμη θάλασσα) είναι δυνατό να έχουμε πολλαπλά πιασίματα, και είναι πάντα απαραίτητο να μην υπερβάλλουμε, παρά τον ενθουσιασμό και την αναμφίβολη αξία αυτού του ωραίου σπαριδούς.

Το λυθρίνι
Ανήκει και αυτό στην οικογένεια των σπαριδών (Pagellus erythrinus). Το βάρος του κυμαίνεται από 300 έως 800 γρ., αλλά έχουν πιαστεί και ψάρια που υπερβαίνουν τα 3,2 κιλά με μήκος πάνω από 60 εκατοστά. Παρόλα αυτά, τέτοια πιασίματα πρέπει να θεωρούνται πραγματικές εξαιρέσεις.
λυθρίνιΤο λυθρίνι έχει κοπαδιάρικες συνήθειες και πολύ δύσκολα απομονώνεται από το κοπάδι, ακόμη και όταν ενηλικιωθεί. Περνάει τη ζωή του σε επαφή με το βυθό, όπου βρίσκει την τροφή του σκαλίζοντας στη λάσπη ή τις τραγάνες. Τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις λυθρινιών τις συναντούμε τη χειμερινή περίοδο, σε βυθούς από 30 ως 90 μέτρα, αν και σε περιοχές με απότομα βράχια δεν διστάζουν να πλησιάσουν ακόμη και στα λίγα μέτρα από την ακτή. Το λυθρίνι έχει λευκό κρέας, σφιχτό και νόστιμο, που το εκτιμούσαν ακόμη και από την αρχαία εποχή, όπως μαρτυρούν οι ρωμαϊκές τοιχογραφίες στα μωσαϊκά της αρχαίας Πομπηίας. Ίσως γι’ αυτό θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα αξιόλογο θήραμα, που το ψαρεύουμε με διάφορες τεχνικές αλλά κυρίως με ελαφριά καθετή από τη βάρκα.
Πολύ σημαντική σε αυτήν την τεχνική είναι, φυσικά, η περιοχή ψαρέματος. Το λυθρίνι, όπως είπαμε, ζει σε κοπάδι και του αρέσει να σταθμεύει κοντά στο βυθό της θάλασσας, σκαλίζοντας σε συνεχή αναζήτηση της τροφής που βρίσκεται στα υποστρώματα, που συνορεύουν με σχετικά μεγάλες και έντονες σειρές βράχων. Αυτό είναι το αδιαφιλονίκητο βασίλειο του λυθρινιού, το οποίο πλησιάζει περιοδικά και την ακτή συγκεντρωμένο σε πολυάριθμα κοπάδια. Εξίσου αξιόλογες περιοχές εντοπίζονται στους γκρεμούς και κοντά στα τοιχώματα των ξερών και των υποθαλάσσιων υψωμάτων. Αυτές τις συνθήκες μπορούμε να τις βρούμε και κοντά στην ακτή, κυρίως γύρω από νησιά και αναδυόμενα βράχια. Γενικά είναι προτιμότερο να προσπαθούμε να ψαρέψουμε σε βυθούς ανάμεσα στα 40 και τα 70-80 μέτρα. Αφού επιλέξουμε το σημείο αγκυροβόλησης, είναι προτιμότερο να παρατηρήσουμε πώς ο άνεμος ή/και το ρεύμα μετακινούν το σκάφος, για να αγκυροβολήσουμε έτσι ώστε να βρεθούμε πάνω από την κατηφοριά. Για να το κάνουμε αυτό είναι απαραίτητο το βυθόμετρο. 
καθετή για σκαθάριαΟι τεχνικές για να ψαρέψουμε λυθρίνια είναι πολυάριθμες και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, με κυρίαρχες όλες τις εκδοχές της παραδοσιακής καθετής. Παρόλα αυτά, πρόσφατα χάρη στις ιαπωνικές τεχνικές του kabura και inchiku (κυρίως την πρώτη), ανοίχτηκε για τους οπαδούς και μια άλλη οδός, δηλαδή το ψάρεμα με τεχνητά και γι’ αυτούς τους σκαλιστές. Στην καθετή συνήθως χρησιμοποιούμε τα κλασικά καλάμια της τεχνικής, με μήκος από 3 ως 4 μέτρα, ώστε να μπορούμε να χειριστούμε εύκολα τα θηράματα όταν υπάρχουν μακριά παράμαλλα (από 2 ως 3 μέτρα μήκους), εκτός του να καταφέρνουμε να κρατάμε τη μάνα μακριά από το σκάφος, σε περίπτωση δυνατού ρεύματος που τείνει να φέρνει την πετονιά κάτω από αυτό. Όσον αφορά τη δράση επιλέγουμε ένα κατανομής (παραβολικό), με κορυφή από fiberglass και σώμα ανθεκτικό και ελαστικό, από άνθρακα υψηλού συντελεστή. Συνήθως χρησιμοποιούνται μηχανισμοί σταθερού τυμπάνου φορτωμένοι με νήμα, το οποίο επηρεάζεται λιγότερο από το ρεύμα και επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε με αρκετή αμεσότητα το τσίμπημα του ψαριού.
Η πιο κοινή αρματωσιά αποτελείται από μία κύρια, πιο χοντρή πετονιά (μάνα), στην οποία εισάγουμε δύο παράμαλλα με μέγιστο μήκος 40 εκ. από νάιλον ή fluorocarbon με διάμετρο 0,23-0,25 χιλ., σε απόσταση 70-80 εκ. μεταξύ τους. Τα αγκίστρια που χρησιμοποιούμε συνήθως είναι Νο 5, ενώ τα μολύβια ποικίλλουν ανάλογα με το ρεύμα, ανάμεσα στα 75 και τα 200 γραμμάρια.


Κείμενο Alfio Elio Quattrocchi

Σχόλια