Με καθετή σε κρύα νερά

Εξαιρετικά ψαρέματα γίνονται αυτή την εποχή σε ξέρες, τραγάνες, τόπους με μαρουλάκι, χωρίς να περιφρονούμε τις αποχές σε απότομους και κοφτούς κάβους ή τις αποχές ξερών, που μπορεί να δίνουν κάποιες φορές λίγα ψάρια, αλλά πολύ καλά σε μέγεθος. Τους τόπους αυτούς μπορούμε να τους επισημάνουμε με το βυθόμετρο -fish finder- του φουσκωτού μας, πριν ρίξουμε τις καθετές μας.Ξέρες ονομάζουμε τους βυθούς που είναι γεμάτοι βράχια ακανόνιστα σε διάφορα βάθη. Κάποιες φορές βγαίνουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και ονομάζονται σκόπελοι. Οι ξέρες που μόλις αγγίζουν την επιφάνεια λέγονται χοιράδες, ενώ εκείνες που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια λέγονται ύφαλοι ή σπάθες. Τραγάνες είναι σχετικά ομαλοί βυθοί που βρίσκονται κοντά στις αποχές, άλλοτε ανάμεσα σε αμμοσούρες άλλοτε ανάμεσα σε φυκιάδες. Είναι αναγνωρίσιμες από το είδος των βράχων που διαθέτουν χαρακτηριστικά καστανά και κόκκινα χρώματα. Οι τροκάδες μοιάζουν με τις τραγάνες, αλλά ο βυθός τους είναι λιγότερο στρωτός και σκεπάζεται από σκληρές κοκκινόχρωμες πέτρες όπου φυτρώνουν φύκια και κοραλλοειδή. Οι ώρες που ψαρεύουμε είναι συνήθως οι πρώτες πρωινές και οι απογευματινές για τα ρηχά κομμάτια, ενώ στα βαθιά μπορούμε να αναζητήσουμε καλά ψάρια και τις υπόλοιπες ώρες με αρκετά μεγάλη επιτυχία. Προτιμούμε να τα ψαρεύουμε πάντα αρόδο χωρίς να ρίξουμε άγκυρα, για να δοκιμάζουμε αλιευτικά μεγαλύτερη έκταση, φτάνει να το επιτρέπουν οι υπάρχουσες καιρικές συνθήκες. Το δόλωμα που θα βάλουμε στο αγκίστρι μας θα είναι ό,τι εκλεκτότερο. Ζωντανή γαριδούλα, σκαρτσίνι και ζωντανό καραβιδάκι, είναι οι πρώτες μας επιλογές. Στη συνέχεια έχουμε σκουλήκι σαμάρι και σωλήνα και μετά φρέσκο ψαροδόλι και φρέσκο καλαμαράκι. Αν δεν έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε κάποιο από τα παραπάνω δολώματα, αρκούμεθα σε κατεψυγμένη γαρίδα, σουπιά ή καλαμάρι. Ο τρόπος με τον οποίο δολώνουμε πρέπει να είναι αρκετά προσεκτικός, ώστε τα ζωντανά να παραμείνουν ζωντανά και στα αγκίστρια μας, ενώ τα υπόλοιπα να είναι δολωμένα έτσι ώστε να μην προεξέχει ή περισσεύει τίποτα. Με το που θα φτάσει κάτω η καθετή, παίρνουμε πάνω τα μπόσικα και είμαστε έτοιμοι να καρφώσουμε με το παραμικρό τσίμπημα. Δεν περιμένουμε το τσίμπημα αυτό να είναι δυνατό, ένα μικρό τρέμουλο της πετονιάς είναι αρκετό. Αν περιμένουμε να έρθει η καλή τσιμπιά, μπορεί να αργήσει, ακόμη και να μην έρθει ποτέ αν τα ψάρια τη συγκεκριμένη μέρα είναι μίζερα.Τα καλά ψάρια, όπως για παράδειγμα το λυθρίνι, βρίσκονται πολύ κοντά στον βυθό, άρα θα πρέπει το δόλωμά μας να βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτόν, ή ακόμη και να τον ακουμπά. Αυτή η διαπίστωση είναι αρκετή για να προσέχουμε ιδιαίτερα το τελευταίο μας αγκίστρι, το οποίο πάντα το επιθεωρούμε, ώστε να είναι τέλειο, ενώ πάντα το δένουμε σε ένα παράμαλλο αρκετά πιο μακρύ από τα άλλα. Αυτό το κάνουμε για δύο λόγους. Πρώτον, ότι βρίσκεται μακρύτερα από το βαρίδι και την υπόλοιπη αρματωσιά, άρα δεν προκαλεί φόβο, ενώ το δόλωμα έχει περιθώρια να κινηθεί ελεύθερα κι έτσι να φαίνεται ως κάτι απολύτως φυσιολογικό στο ψάρι. Το μέγεθος του αγκιστριού είναι κάθε φόρα ανάλογο με τα ψάρια που αναζητάμε. Το σχήμα του συνήθως είναι πλακέ, αλλά και παπαγαλάκι να χρησιμοποιήσουμε ή λίγο στραβό, θα κάνει θαυμάσια τη δουλειά του. Σημαντικό είναι τα αγκίστρια να έχουν πολύ κοφτερή ακίδα, γι αυτό προτιμούμε πάντα αυτά που είναι καλής ποιότητας. Η πετονιά που δένουμε τα παράμαλλά μας πρέπει κι αυτή να είναι καλής ποιότητας για να μη στρίβει ή κατσαρώνει, αλλά και να μην κόβεται στον κόμπο. Επειδή συνήθως χρησιμοποιούμε πολύ λεπτές πετονιές για να μη φαίνονται, αυτός είναι κι ένας επιπλέον λόγος να είναι καλής ποιότητας, όπως οι πετονιές fluorocarbon, No 25 για ρηχά και No 30 για βαθιά, γιατί όσο βαθύτερα κατεβαίνει η καθετή μας, τόσο περισσότερο στρίβουν τα παράμαλλα, άρα χρειαζόμαστε πιο χοντρή πετονιά.Η μάνα της αρματωσιάς θα είναι ανάλογη. Αν έχουμε No 25 παράμαλλο, τότε η μάνα θα είναι 35 ή 40, αν το παράμαλλο είναι 30, τότε η μάνα θα είναι No 40-50. Ο αριθμός των παράμαλλων είναι ανάλογος με το αν αναζητούμε διάφορα ψάρια ή μόνο «καλά». Για εκλεκτά ψάρια, δύο παράμαλλα είναι αρκετά, σε διαφορετική περίπτωση προσθέτουμε τρίτο ή και τέταρτο. Το τελευταίο παράμαλλο είναι πάντα μακρύτερο, έτσι ώστε να ξεπερνάει το βαρίδι. Το μήκος του τελευταίου αυτού παράμαλλου μπορεί να είναι ακόμη και μισό μέτρο, ενώ τα υπόλοιπα έχουν το συνηθισμένο μήκος για καθετή. Το βαρίδι που χρησιμοποιούμε καλό είναι να έχει στριφτάρι για να μη στρίβει την πετονιά. Αν δεν έχει ρεύμα, τότε χρησιμοποιούμε ελαφρύ, αν έχει, τότε πρέπει αναγκαστικά να χρησιμοποιήσουμε λίγο μεγαλύτερο και βέβαια ανάλογα με το χέρι μας διαλέγουμε και το βάθος του. Επίσης, εκεί που τελειώνει η αρματωσιά και πρέπει να συνδεθεί με την κυρίως πετονιά, πρέπει να υπάρχει ένα ακόμα στριφτάρι. Το πάχος, που θα έχει η βασική πετονιά από το στριφτάρι και πάνω, ποικίλλει. Εξαρτάται από το βάθος που ψαρεύουμε, αλλά και από το χέρι μας. Είναι συνήθως από No 40 έως και 60 ή ακόμα πιο χοντρή. Οταν το βάθος είναι μεγάλο και χρειαζόμαστε μεγαλύτερο βαρίδι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε λεπτή πετονιά, αφ ενός για να μην κόβει τα χέρια και αφ ετέρου για να μην κοπεί από το βάρος του μολυβιού, του ρεύματος και των ψαριών που θα ανεβάζουμε. Εκεί αναγκαζόμαστε να αυξήσουμε το πάχος όχι μόνο στην κύρια πετονιά, αλλά και στην αρματωσιά μας. Την πετονιά αυτή την έχουμε τυλιγμένη συνήθως σε ένα μεγάλο καρούλι ή σε μηχανισμό καλαμιού.

ΝΙΚΟΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγη ethnos.gr

Σχόλια