Το γοφάρι με συρτή

Συχνά έχει τύχει ν’ ακούσω διάφορες αρνητικές γνώμες για ότι αφορά τη δυνατότητα να πιαστεί το γοφάρι με τη συρτή με  δόλωμα, τεχνητό. Πιστεύω πως αυτές οι γνώμες είναι λαθεμένες. Φυσικά το ψάρεμα των γοφαριών με τη συρτή, δεν είναι κάτι το πολύ αποδοτικό, αλλά αυτό ίσως , οφείλεται στο ψαρά χωρίς υπομονή. Η υπομονή κι η επιμονή είναι απαραίτητα προτερήματα γι αυτό το είδος ψαρέματος. Η πετονιά δεν είναι μια πραγματική συρτή βυθού, επειδή το δόλωμα θα πρέπει να κινείται σε ένα ορισμένο βάθος, χωρίς εντούτοις να περνά ξυστά απ’ το βυθό. Η απόδειξη των δυνατοτήτων να πιαστούν γοφάρια, ακόμα και σχετικά μεγάλων διαστάσεων (απ’ τα 15 ως τα 25 κιλά), ήρθε τυχαία κατά τη διάρκεια προσπαθειών μου για να πιάσουμε με τη συρτή του βυθού, μερικές συναγρίδες που είχαν εντοπίσει ορισμένοι υποβρύχιοι ψαράδες. Δεν είχαν όμως παρατηρήσει την παρουσία κανενός γοφαριού. Μερικοί φίλοι ερασιτέχνες, έτυχε να χάσουν αρκετές φορές τις συρτές τους από ψάρια μεγάλων διαστάσεων, σίγουρα πολύ μεγαλύτερα από τις συναγρίδες,. Αυξάνοντας το πάχος της πετονιάς είχαμε την ευκαιρία, να παρατηρήσουμε το ψάρι που είχε πιάσει το δόλωμα, ένα μεγάλο γοφάρι που εντούτοις κατάφερε να ξεφύγει, κόβοντας το νήμα που είχε πάχος 60 εκατοστών του χιλιοστού. Τα γοφάρια δεν είναι τόσο κοινά, όσο μπορεί κανείς να σκεφτεί, σ’ όλα τα μέρη των δικών μας θαλασσών,γι αυτό το είδος ψαρέματος που είναι πολύ ενδιαφέρον, συνήθως χρησιμοποιούνται πετονιές με το χέρι. που κατά τη γνώμη μου μπορούν να συνδεθούν με γερά καλάμια, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούν στις μεγάλες συρτές. Οι πετονιές με το χέρι έχουν το αβαντάζ να μπορούν να δέχονται μολύβια ανά διαστήματα, για ένα ορισμένο μήκος και να δουλεύουν έτσι στο βάθος που υπολογίζουμε, ενώ η πετονιά σε καλάμι πρέπει αναγκαστικά να έχει ένα βαρίδι συγκεντρωμένο σε μια ορισμένη απόσταση απ’ το δόλωμα, πράγμα που μπορεί να είναι ελάττωμα. Αν αυτό είναι καθοριστικό, όταν το δόλωμα αποτελείται από ένα ψόφιο ψάρι, δεν είναι το ίδιο όταν χρησιμοποιούμε ζωντανό. Οι δυσκολίες χρησιμοποίησης ζωντανού δολώματος είναι φυσικά πολλές. Το γοφάροι όμως τσιμπά σε όλα σχεδόν τα είδη ψαριών, επιτίθεται ακόμα και στους κέφαλους, και στο βαθμό που αυτά τα ψάρια μπορούν να διατηρηθούν εύκολα, τα προτιμούν από άλλα ψαροδόλια. Αλλά το καλύτερο δόλωμα για το γοφάρι είναι η ζαργάνα, που δολώνεται συνήθως σε ένα σύστημα με τρία αγκίστρια στη σειρά, το πρώτο απ’ τα οποία καρφώνεται στο μάτι της ζαργάνας, το δεύτερο στη ράχη, και το τρίτο σε ένα σημείο κοντά στην ουρά. Αυτό το σύστημα είναι χρήσιμο όταν η ζαργάνα είναι ψόφια, επειδή συχνά το γοφάρι επιτίθεται με πέταγμα και δεν παίρνει πάντα το δόλωμα από το κεφάλι, αλλά συχνά απ’ τη μέση του σώματος ή ακόμα κι απ» την ουρά. Δολώνοντας τη ζαργάνα ζωντανή, θα πρέπει όμως να χρησιμοποιούμε ένα μόνο αγκίστρι, φυσικά πολύ γερό, με το οποίο τρυπάμε το ψάρι απλώς στο πρώτο τέταρτο του μήκους του σώματος, στη ράχη, προσέχοντας να μην το πληγώσουμε σε σημείο που να μην μπορεί να κολυμπά. Το ψάρεμα με την ψόφια ζαργάνα ή με οποιοδήποτε άλλο ψόφιο ψαροδόλι καρφωμένο στην άκρη της πετονιάς, γίνεται σέρνοντας το, ακόμα και με μια μικρή μηχανοκίνητη βάρκα, προχωρώντας πάρα πολύ σιγά. Η πετονιά κρατιέται απ’ το χέρι. Με αργή κίνηση του χεριού μπρος-πίσω, κάνουμε πιο δελεαστικό το ψόφιο ψάρι. Χρησιμοποιώντας τη ζωντανή ζαργάνα ή τον κέφαλο, αυτό το κόλπο είναι σχεδόν άχρηστο. Συνήθως το γοφάρι ρίχνεται με δύναμη στο δόλωμα κι αν η πετονιά δεν είναι της σωστής διατομής, δεν θα αντέξει στο τράβηγμα. Το ψάρι δύσκολα θα ελευθερωθεί κατά τη διάρκεια της πάλης, όσο κι αν είναι μαχητικό και βίαιο. Το δόλωμα πρέπει να προχωρά σε μικρή απόσταση πάνω απ’ το βυθό. Οι ειδικοί αυτού του ψαρέματος πρέπει να γνωρίζουν, κύρια την φύση του εδάφους, την παρουσία εμποδίων, όπως βράχια ή φύκια, για να οδηγούν με τον κατάλληλο τρόπο το δόλωμα. Το γοφάρι είναι ένας δυνατός κολυμβητής, μετακινείται με ταχύτητα, αλλά για μια σχετικά περιορισμένη ακτίνα. Ο ψαράς δεν θα πρέπει να κουραστεί να κάνει συνεχή περάσματα προς κάθε κατεύθυνση στην περιοχή όπου γνωρίζει την ύπαρξη αυτών των κυνηγετικών ψαριών. Εξάλλου η δυνατότητα να συναντήσουμε γοφάρια πραγματικά μεγάλων διαστάσεων, αποτελεί ένα κίνητρο για να ξεπεραστεί η ανυπομονησία του ψαρά, που αφοσιώνεται στο ψάρεμα τους. Η γνώση των συνηθειών του ψαριού αυτού και σ’ αυτή την περίπτωση, είναι απαραίτητη. Η ίδια μέθοδος ψαρέματος, η συρτή βυθού, είναι αποτελεσματική και για τη συναγρίδα. Κατά τη γνώμη μου αυτό το ψάρι, είναι πιο εύκολο να ξεγελαστεί, απ’ ότι το προνοητικό και ταχύ γοφάρι. Για το γοφάρι το τεχνητό δόλωμα δεν είναι καθόλου αποτελεσματικό, ενώ πολλές συναγρίδες πέφτουν θύματα. Μην έχοντας στη διάθεση μας φυσικά δολώματα όπως η ζαργάνα, πολύ καλό δόλωμα για τη συρτή του βυθού, ή κέφαλους που είναι χρησιμότατοι και για το μέγεθος τους, θα μπορούμε να χρησιμοποιούμε κυματιστά κουταλάκια, εφοδιασμένα με απλό αγκίστρι ή σαλαγκιά. Το κουταλάκι για τη συναγρίδα, θα πρέπει να έχει επίμηκες σχήμα, να είναι επασημωμένο (κι όχι βαμμένο με χρώμιο), πράγμα που εξάλλου πρέπει να παίρνεται υπ’ όψη για οποιοδήποτε χρωμο-κινητικό δόλωμα, που χρησιμοποιείται τόσο στη θάλασσα, όσο και στα εσωτερικά νερά. Για τη συναγρίδα είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε, όπως και για τα άλλα ψάρια, τα χαρακτηριστικά του βυθού. Η βάρκα θα πρέπει να προχωρά πολύ αργά, κατά μήκος της βραχώδους ακτής, συχνά σε πολύ μικρή απόσταση απ’ αυτή. Η εμπειρία κι η γνώση του βυθού, θα βοηθήσουν ώστε να μη σκαλώνει συχνά η ορμιά σε βράχους. Η συναγρίδα επιτίθεται στο δόλωμα με γρηγοράδα και απληστία, προβάλλοντας μετά σημαντική αντίσταση, εκμεταλλευόμενη τη μεγάλη της δύναμη, η οποία την κάνει να διακρίνεται από τα άλλα είδη. Με φυσικά δολώματα, είναι σίγουρα πολύ πιο εύκολο να πιάσουμε μεγάλες συναγρίδες, τις οποίες εκτιμούν πολύ οι ψαράδες. Η συρτή του βυθού, για συναγρίδες με χρωμοκινητικό δόλωμα, μπορεί να αποδώσει κατά τύχη και στο πιάσιμο κάποιου μεγάλου λαυρακιού ή μαγιάτικου, στις περιοχές όπου συνυπάρχουν αυτά τα ψάρια. Τέτοιες περιοχές είναι οι βραχώδεις ακτές και τα μέρη κοντά στα ακρωτήρια, όπου παρατηρούνται συχνότερα.

Κείμενο 
Πηγή 4fishing

Σχόλια